- ἐπικειμένη
- ἐπίκειμαιto be laid uponperf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)ἐπίκειμαιto be laid uponpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπικειμένῃ — ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHENISCUS — Graece Χηνἰσκος, h. e. anserculus, inter ornamenta navium: memoratur Luciano, Ω῾ς δὲ ἡ πρύμνα μὲν ἐπανέςτηκεν ἠρέμα καμπὀλη, χρυσοῦν χηνίσκον ἐπικειμένη. Nempe recurvatis lignis, quae ad ornandas puppis et prorae extremitates insurgunt, recurvô… … Hofmann J. Lexicon universale
TELMISSUS — urbs Pisidiae, de qua sic vir magnus, de Phoen. Colon. l. 1. c. 6. Solymi, inquit, Strabone auctore, l. 13. Termissenses appellantur a Termesso promontor. cui imminet Solymus: Τῆςγοῦν Τερμήςςεως ἄκρας, inquit, ὁ ὑπερκείμενος λόφος καλεῖται… … Hofmann J. Lexicon universale
άοκνος — η, ο (Α ἄοκνος, ον) νεοελλ. ακούραστος, δραστήριος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι διστακτικός, ο αποφασιστικός 2. φρ. «ἄοκνος βλάβη» επικείμενη συμφορά … Dictionary of Greek
ηττοπάθεια — η [ηττοπαθής] παθολογικός φόβος για επικείμενη ήττα, ο οποίος οφείλεται σε κατάπτωση τού ηθικού τού ηττοπαθούς ή σε αδικαιολόγητη υπερτίμηση τών δυνάμεων τού αντιπάλου … Dictionary of Greek
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
πρελούδιο — Μουσική μορφή που σημαίνει γενικά την ενόργανη εισαγωγή μιας σύνθεσης αλλά μπορεί να είναι και αυτόνομη σύνθεση. Ως ιδιαίτερη μορφή, το π. έχει αρχαία προέλευση (οι Έλληνες, για παράδειγμα, είχαν π. για κιθάρα)· στους νεότερους χρόνους (από το… … Dictionary of Greek
προσρέπω — Α παρουσιάζω κλίση, ρέπω προς κάτι («τριβομένοις ἀχθηδόν τῇ ἐπικειμένῃ μείζονα προσρέπειν τὴν δυστυχίαν», Ιώσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ῥέπω «κλίνω»] … Dictionary of Greek
στράτευμα — το, ΝΜΑ, και στράτεμα Ν [στρατεύω (Ι)] συντεταγμένη στρατιωτική δύναμη, στρατός νεοελλ. σύνολο πολλών συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων ενός κράτους ή και το σύνολο τών ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας αρχ. 1. εκστρατεία, στρατεία* 2. το ναυτικό 3.… … Dictionary of Greek